Διάττων Αστήρ

 

Αλληγορικό ονειρο-παραμύθι

 

Εκείνη, κοιμόταν καιρούς αρήφνητους στη ρίζα του Δέντρου της Γνώσης του Καλού και του Κακού... Και ο Αόρατος την άγγιξε ελαφρά με τ’ αργυρό ραβδί του και την ξύπνησε. Είχε φτάσει ο καιρός γι’ αυτήν ν’ αρχίσει το ξετύλιγμα μιας άγραφης πορείας χωρίς χάρτες, χωρίς πυξίδα και μαγνητική βελόνη... Έτσι, ξεκίνησε από έναν Κόσμο –Σύμπαν, όντας αβέβαιη αν ήταν υπαρκτός ή ανύπαρκτος, κι έφτασε σ’ έναν Κόσμο-Χάος υπαρκτόν, μα που δεν τον έμαθε ποτέ... Όταν έφτιαχνε τις αποσκευές για την αποδη-μία από τον άγνωστο κόσμο, τον χωρίς όνομα, πρώτο της μέλημα ήταν: Να μη ξεχάσει, στην αχανή αόρατη αποβάθρα των Οραμάτων, τη Βούληση και την Αναζήτηση, την Αμφισβήτηση και την Τόλμη, το Θάρρος και την Επιμονή, τη Μαχητικότητα και το Ανυποχώρητο, κυρίως στην απαίτηση της νομής και κατοχής όλων αυτών που κουβαλούσε.

               Τα συγκέντρωνε όλα (αμιγείς και συμμιγείς επιθυμίες, πελώρια και λιλιπούτεια συναισθήματα, Παταγώνεια και Σπιθαμιαία ονειροφάσματα), στο Άπειρον του ασχημάτιστου γίγνεσθαι του εσώτερου δικού της Είναι-Κόσμου –τον αδιάφανο και απροσδιόριστο, τον υπαρκτό σαν το μυστήριο, τον δυνατό σαν τον θεό... Χωρίς Ερμή και Γαβριήλ οδηγητές, άρχισε την πορεία της διασχίζοντας Μακρόκοσμους και Μικρόκοσμους που δεν μπόρεσε ποτέ να τους γνωρίσει και, το χειρότερο, που εκείνοι δεν μπό-ρεσαν, δεν θέλησαν ποτέ να την γνωρίσουν –οι τέττιγες πάνω στα δέντρα, δεν σταματούσαν το τερέτι-σμα, ώστε μες στη σιωπή η φωνή της ν’ ακουστεί... Έτσι, ούτε ποτέ τη γνώρισαν, ούτε την αναγνώρισαν... Ανέγνωρη αυτή ανάμεσα σε αγνώστους, και εκείνοι ανέγνωροι δίπλα σ’ αυτήν την άγνωστη ύπαρξη –που εξανεμίστηκε στον ουρανό της γνώσης...

               Απαγορευτικές στα σταυροδρόμια πινακίδες –από δημιουργούς και δημιουργήματα— για βούληση ελεύθερη, για αέναη αναζήτηση, (υπότιτλος στις πινακίδες: πίστευε και μη ερεύνα). Υπό διωγμόν η αμφιβολία και η αμφισβήτηση, (υπότιτλος στις πινακίδες: τίς είσαι συ ο κρίνων;) Θάνατος στην τόλμη και το θάρρος, (υπότιτλος στις πινακίδες: ο θεός αντιτάσσεται εις τους υπερηφάνους...). Η επιμονή και η μαχητικότητα δεινώς πλα-γηροκομήθηκαν (υπότιτλος στις πινακίδες: εις δε τους ταπεινούς δίδει χάριν)...

               Πώς μπερδεύτηκε το νόημα των όσων την πορεία της καθόρισαν... (Υπερήφανη= αλαζών; Δουλό-φρων = ταπεινή;). Ρώτησε, ξανά και ξανά, απαίτησε πάλι και πάλι: απάν-τηση και εξήγηση, καμμία. (Η απαίτηση, γι’ απόκριση κι εξήγηση, μόνο για κείνους· τα δικαώματα, επίσης, μόνο για εκείνους)... Όπου αντάμωνε φωτός αχτίδα εκείνοι –τα συνδημιουργήματα στον Μικρόκοσμο— της φώναζαν άγρια κι επιτιμητικά: σταμάτα, λάθος δρόμος «ο βασιλιάς του σκότους μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός», την τρομοκρατούσαν!. Αυτή πορευόταν άνετα και ασκόνταφτα στην επικράτεια του χώρου της δικής της επιλογής, ολοκάθαρα διακρίνοντας το σκοτάδι που εκείνοι –τέττιγες εφήμεροι— φορούσαν, και που τους τύλιγε ολόσωμους. Ξέκρινε καθαρά το πόσο μάταια κι απεγνωσμένα πάσχιζαν να κρύψουν, στην υφή του, τις μαύρες τους ψυχές και τα κορμιά τους. Να τα σκεπάσουν όλα με στάχτες από καμένα αστέρια και σβησμένους ήλιους, να μη φαίνονται. Η έγνοια τους, μονάχα να μη φαίνονται...

               Όμως γιατί... Τί, ποιος, ποιοι έσπαζαν τον υπέροχο κύκλο-κρίκο τής Αλήθειας και της Ελευθερίας, της Σοφίας και της Γνώσης, της Πίστης στον Δημιουργό και το Δημιούργημά του, σε θρύμματα και συν-τρίμματα; Που η σκόνη τους, ραντισμένη και με το φαρμάκι του μίσους, κατακαθόταν βαριά στα μάτια της –διάπλατα ανοικτά στο φως—  και την ετύφλωναν;...

               Γεννήθηκε βαθιά στο είναι της η θλίψη, μαζί με την οργή, για την αναπάντητη, την άδικη κατα-πάτηση-διαπόμπευση του δικαιώματός της στη γνώση, στην κρίση, στη διάκριση. Υποχώρηση, λοιπόν, σ’ έναν αγώνα που πάλευαν να τον βγάλουν άχρηστο, άνομο, περιττό;  Όχι, ποτέ! Ποτέ για εκείνη που, διασχίζοντας τον κόσμο, τον Μικρόκοσμο (που δεν μπόρεσε σε μια επί πιστώσει ζωή να τον γνωρίσει, αφού ουδέποτε τον αποδέχτηκε, ουδέποτε την αποδέχτηκαν) κραύγαζε: Ζήτω ο Άνθρωπος με ό,τι εντός του τον εκφράζει, με ό,τι τον ξεχωρίζει από μάγους, θεούς, δαίμονες και ζώα!... Ζήτω το αθάνατο Δημιούργημα ενός Δημιουργού που τη Βούληση, την Κρίση, την Ελευθερία αρνιέται να του τις καταπατήσει, σε ανίερο κεράκμονα με τη σφύρα ενός παράλογου καταλύτη τρόμου και να σκορπίσει τα συντρίμμια τους στο Σύμπαν του απώτατου Μακρόκοσμου, στο Χάος του εγγύτατου Μικρόκοσμου –αυτού του Θεομπαίχτη και ανθρωποκτόνου.

 

 Πειραιάς, Ιούνιος 2000 – written while travelling Rafena - Athens - Piraeus